κατηγορίζω

κατηγορίζω
κατηγορίζω (Μ)
κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηγορῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατηγόρισμα — το [κατηγορίζω] κατηγορία, καταγγελία («σε τέτοιο κατηγόρισμα μάρτυρες, πέ μου, ποιοί ναι», Ζήν.) …   Dictionary of Greek

  • παρηγορίζω — 1. παρηγορώ 2. συνεκδ. γλυκαίνω, ηδύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ, κατά τα ρ. σε ίζω (κατηγορώ: κατηγορίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”